ορνιθοκλέπτης

ορνιθοκλέπτης
ο , ορνιθοκλόπος ο , η тот, кто крадёт кур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ορνιθοκλέπτης" в других словарях:

  • ορνιθοκλέφτης — και ορνιθοκλέπτης, και ορνιθοκλόπος, ο, θηλ. ορνιθοκλέπτρια (Α ὀρνιθοκλέπτης) αυτός που κλέβει όρνιθες, κλεφτοκοτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κλέπτης. Ο τ. ὀρνιθοκλόπος < ὄρνις + κλόπος (< κλοπή)] …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοκοτάς — ο 1. αυτός που κλέβει κότες, ορνιθοκλέπτης 2. αυτός που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, ευτελής κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κότα] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκλόπος — ο βλ. ορνιθοκλέπτης …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»